Δραγούμης Μ.
ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΡΕΜΠΕΤΕΣ ΜΑΘΗΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ, 23 Ιανουαρίου 1976
Η λέξη ρεμπέτης, σαν χαρακτηρισμός ενός ιδιαίτερου τύπου ανθρώπου, υπάρχει από πολύ παλιά: «Άντε να ρεμπελέψουμε, ρεμπέτες να γενούμε, να μας 'γαπούν μελαχρινές, να τις περιφρονούμε», λέει ένα δημοτικό δίστιχο από τη Νίσυρο. Αλλά δυστυχώς, δεν μπορεί να καθοριστεί με απόλυτη ακρίβεια το περιεχόμενο της λέξης, Π.χ. η Αυστραλέζα ρεμπετόλογος Γκεηλ Χοουλστ, στο βιβλίο της «ROAD ΤΟ REMBETIKA» ρωτάει 15 ρεμπέτες τι σημαίνει o όρος και λαβαίνει 15 διαφορετικές απαντήσεις. Ωστόσο, δεν θα απείχαμε πολύ από την αλήθεια αν υποστηρίζαμε ότι για τον μέσο Έλληνα οι ρεμπέτες είναι οι λίγο-πολύ εμπειρικοί ποιητές-σύνθετες των πρώτων πενήντα χρόνων του αιώνα μας, που τραγούδησαν τα καθημερινά μεράκια στην αρχή μιας πολύ μικρής κι αργότερα μιας όλο και μεγαλύτερης ομάδας ανθρώπων των πόλεων, χρησιμοποιώντας σα βασικούς ρυθμούς το Ζεϊμπέκικο και το Χασάπικο, και σα βασικό όργανο το μπουζούκι.
Οι άνθρωποι στους οποίους απευθυνόταν αρχικά το ρεμπέτικο ανήκαν στο λεγόμενο «λουμπεν» προλεταριάτο και ήταν λίγο-πολύ απόκληροι της κοινωνίας. Αλλά μετά το 1922 πυκνώθηκαν οι τάξεις τους, γιατί περιλήφθηκαν σ' αυτές οι πρόσφυγες από τη Μ. Ασία και λίγο-λίγο και τα υπόλοιπα ταλαιπωρημένα κι αδικημένα κοινωνικά στρώματα ολόκληρης της χώρας. Γιατί δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το ρεμπέτικο αγαπήθηκε, και πολύ μάλιστα, όχι όπως κακώς πιστεύεται μόνο στα αστικά κέντρα, αλλά και στις επαρχίες. Παράλληλα αγαπήθηκε κι από λίγους αλλά εκλεκτούς, ευαίσθητους, μορφωμένους και πονόψυχους αστούς, κυρίως καλλιτέχνες που αν και οι συνθήκες της ζωής τους ήταν καλύτερες από εκείνες που αντιμετώπιζαν εκείνοι που ανήκαν στον κόσμο του ρεμπέτικου, ένοιωθαν γι αυτούς έναν θαυμασμό και μια διάθεση να τους πλησιάσουν και να τους καταλάβουν.
Στο χασάπικο του Μάρκου Βαμβακάρη «Ξεκινούν από το Κολωνάκι», που κυκλοφόρησε στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά, γίνεται για πρώτη φορά λόγος για Κολωνακιώτες που κατεβαίνουν στις Τζιτζιφιές με «κούρσες της πολυτελείας, λίγο για να ακούσουν μπουζουκάκι και τις πιο γλυκύτερες πενιές», όπως το εκφράζει με την τόσο χαρακτηριστική του απλότητα κι αφέλεια ο ποιητής και συνθέτης. Αλλά χρειάστηκε να έρθουν τα μαύρα χρόνια της Κατοχής με τις στερήσεις και τα απερίγραπτα βάσανα τους, που υπόβαλαν σε δοκιμασία όλους σχεδόν τους Έλληνες, για να αρχίσει δειλά-δειλά να περιορίζεται το μένος των βολεμένων μεγαλοαστών, και γενικά των πουριτανών και στενοκέφαλων για το ρεμπέτικο, που ως τότε σχεδόν ομόφωνα και χωρίς να τα έχουν καν μελετήσει, τα απέρριπταν, χαρακτηρίζοντας τα σαν τα τραγούδια των «αποβρασμάτων» της κοινωνίας.
Και βέβαια ούτε και σήμερα δεν έχει εκλείψει τελείως η πολεμική εναντίον του, Αλλά ομολογουμένως έχει περιορισθεί στο ελάχιστο. Εν τω μεταξύ, μερικά χρόνια μετά την Κατοχή, εμφανίστηκαν τα πρώτα συμπτώματα μιας αρρώστιας που φούντωσε αστραπιαία και μετέβαλε τα ρεμπέτικα στα γνωστά εμετικά ψευτορεμπετικα, τα αλλιώς γνωστά σαν ελαφρολαϊκα η αρχοντορεμπετικα.
Με την επικράτηση των κακότεχνων αυτών κατασκευασμάτων, το ρεμπέτικο ξεψύχησε. Για το Θάνατο του ευθύνεται η μεγάλη εμπορικότητα που απέκτησε τόσο ξαφνικά, οι εταιρίες δίσκων και τα κέντρα διασκεδάσεων που άρχισαν να την εκμεταλλεύονται, και ας μη γελιόμαστε - οι ίδιοι οι ρεμπέτες, που ήταν με ελάχιστες εξαιρέσεις, πάντα πρόθυμοι να προβούν σε οποιαδήποτε αισθητική παραχώρηση προκείμενου να θησαυρίσουν.
Γιατί μετά την επιτυχία που γνώρισε η «Συννεφιασμένη Κυριακή», κάθε ρεμπέτικο ήταν ένα επίδοξο «σουξέ», και στην εποχή μας, ο, τι προμηνύει κέρδη γίνεται αμέσως αντικείμενο εκμετάλλευσης, ακόμα κι όταν το τίμημα είναι η χυδαιοποίηση και εκπόρνευση.
Αλλά και να 'θελαν οι παραστρατημένοι πια τέως ρεμπέτες και νυν αρχοντορεμπετες να γυρίσουν στο δρόμο που θα έπρεπε θεωρητικά να βαδίζουν δεν θα μπορούσαν, γιατί τα καλλιτεχνικά ύφη διαμορφώνονται από το πνεύμα και την ατμόσφαιρα που χαρακτηρίζει μια εποχή. Κι η εποχή μας, είναι πέρα για πέρα αντιρεμπετικη. Μας αρέσει μόνο να ακούμε τα παλιά ρεμπέτικα, γιατί αισθανόμαστε ότι είναι ίσως τα μόνα ελληνικά τραγούδια, που μετά τα δημοτικά, εκφράζουν τόσο πειστικά κι αυθεντικά την ψυχή του λαού μας και τους καημούς του. Ας ευχηθούμε λοιπόν πώς το όποιο ξεκίνημα έγινε πρόσφατα από τις εταιρίες δίσκων προς την κατεύθυνση της ανατύπωσης των παλιών καλών ρεμπέτικων από παλιούς, πρωτότυπους δίσκους σε νεώτερους 33 στροφών θα συνεχίσει και θα ενταθεί.
Γιατί ως τώρα αυτοί που θελαν να γνωρίσουν τους θησαυρούς της ρεμπέτικης μουσικής αναγκάζονταν να τους γυρεύουν με τις ώρες στα παλαιοπωλεία και ή να μη τους βρίσκουν, ή όταν τους βρίσκουν, να ξεπουλιούνται κυριολεκτικά για να τους αγοράσουν.