spiroslyra Creative Commons License 2007.01.05 0 0 33
Στον ήχο της λατέρνας

Κωνσταντινούπολη,

του Στέλιου Μπερμπέρη



Το κείμενο και η συνέντευξη του Νίκου Τεμιζή συμπεριλήφθηκαν στο ένθετο του δίσκου ακτίνας Η λατέρνα της Πόλης (1999) που αποτελεί τον πρώτο δίσκο της σειράς Αρχείο Μουσικής Τούρκικων Ταινιών της εταιρείας KALAN στην Κωνσταντινούπολη. Η ηχογράφηση της λατέρνας έγινε το 1965 στο Στούντιο Γιενί Λαλέ για να χρησιμοποιηθεί στην ταινία Για μια ωραία μέρα του σκηνοθέτη Χαλντούν Ντόρμεν. Τη λατέρνα έπαιξε ένας ρωμιός λατερνατζής για τον οποίο δεν βρέθηκε κανένα στοιχείο παρ' όλες της προσπάθειες της ερευνητικής ομάδας. Η έκδοση του δίσκου ολοκληρώθηκε ενώ βρίσκεται ακόμα εν ζωή ο τελευταίος λατερνατζής της Πόλης, ο Νίκος Τεμίζης ο Αρναούζκιοϊλης.

Η συνέντευξη μαζί του έγινε στις 14 Μαΐου 1999 στο Γηροκομείο Βαλουκλή όπου ζει τα τελευταία δέκα χρόνια. Ο δίσκος Η λατέρνα της Πόλης αφιερώνεται στη μνήμη όλων των ξεχασμένων λατερνατζήδων οι οποίοι -χωρίς να επιδιώκουν φήμη και πλούτη- κινούμενοι από απεριόριστο μεράκι και αγάπη, έτρεχαν από ταβέρνα σε ταβέρνα κι από πανηγύρι σε πανηγύρι με την λατέρνα στην πλάτη, για να μας χαρίσουν μαγικές μελωδίες.



Η λατέρνα



Η λέξη λατέρνα, σύμφωνα με την Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια Λαρούς, προέρχεται από την Ιταλική λέξη laterna που σημαίνει φανάρι. Η πατρίδα της λατέρνας είναι η Ιταλία, απ' όπου κι εξαπλώθηκε σ' όλο το κόσμο. Τον παλιό καιρό, πριν την εμφάνιση του γραμμοφώνου η λατέρνα υπήρξε σημαντικό μέσο διασκέδασης, κυρίως για τους γλεντοκόπους των αστικών κέντρων.

Οι πρώτες λατέρνες στην Πόλη συναντώνται στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν ο Ιταλός Τζιουζέπε Τουρκόνι ανοίγει το πρώτο κατάστημα λατέρνας στο Γαλατά. Στην αρχή φέρνει λατέρνες απ' την Ιταλία, και σε λίγο καιρό, ξεκινά και την κατασκευή τους.

Οι περισσότεροι σταμπαδόροι -έτσι λέγονταν αυτοί που τύπωναν την μελωδία, καρφώνοντας μικρά καρφάκια πάνω στον κύλινδρο- ήταν ξενικής καταγωγής, που γεννήθηκαν και έζησαν στα αστικά κέντρα, του 19ου και 20ου αιώνα, Κωνσταντινού-πολη, Σμύρνη, Πειραιά, Αθήνα, Σύρο κ.ά.

Στην αρχή οι μελωδίες που τυπώνονταν στους κυλίνδρους ήταν μόνο Ιταλικές (οπερέτες, κανσονέτες κ.ά.). Σε λίγο καιρό οι σταμπαδόροι που έμαθαν την τέχνη του τυπώματος στο εργαστήρι του Τουρκόνι, άρχισαν να τυπώνουν και ελληνικές μελωδίες: χασάπικα, σέρβικα, ζεϊμπέκικα, συρτά, με βάση πάντα τους νόμους της δυτικής μουσικής. Η εναρμόνιση αυτή, αν και δύσκολη, λόγω της διαφορετικότητας του δυτικού από το ελληνικό μέλος, πέτυχε και επέφερε τη διάδοση της λατέρνας στα πλατιά λαϊκά στρώματα της Πόλης. Η λατέρνα έγινε το αναπόσπαστο στοιχείο των Πολίτικων γλεντιών στις ταβέρνες, στα πανηγύρια των Ταταούλων, του Βοσπόρου στο Τσενγκέλκιοϊ, στο Αρναούτκιοϊ, στο Γκιόκ-σου...

Ο Τουρκόνι πρωτοξεκίνησε την κατασκευή της λατέρνας στην Πόλη. Στην κατασκευή του κυλίνδρου χρησιμοποιούσαν συνήθως το ξύλο φλαμουριάς. Κάθε λατέρνα χωρούσε ένα κύλινδρο με εννέα μελωδίες. Ο λατερνατζής μπορούσε να επαναλάβει μια μελωδία όσες φορές ήθελε. Μπορούσε ακόμη να μεταπηδήσει π.χ. από την τρίτη στην πέμπτη μελωδία.

Η λατέρνα λειτουργούσε απλά. Η περιστροφή του κυλίνδρου μέσω της μανιβέλας, κινητοποιούσε τα καρφάκια. Αυτά με τη σειρά τους ανασήκωναν τα σφυράκια τα οποία χτυπούσαν τις χορδές που βγάζαν τον ήχο. Η τέχνη του σταμπαδόρου ήταν η μεταφορά μιας μελωδίας από την παρτιτούρα στην καρδιά της λατέρνας: τον κύλινδρο. Ο σταμπαδόρος πρέπει πάνω απ' όλα, να ήταν μουσικός με καλό αυτί, διότι το τύπωμα -όπως χαρακτηριστικά έλεγαν- των μελωδιών, ήταν δύσκολη εργασία και απαιτούσε ιδιαίτερες ικανότητες.

Το κάτω μέρος της λατέρνας που βρίσκεται ο κύλινδρος λεγόταν χαζνές. Η μανιβέλα βρισκόταν στο αριστερό μέρος του χαζνέ. Ο λατερνατζής γύριζε με την μανιβέλα τον κύλινδρο και μπορούσε να αλλάξει και τη μελωδία. Τραβούσε την μανιβέλα και επέλεγε το κομμάτι που ήθελε πάνω στον τροχό που βρισκόταν αριστερά του κυλίνδρου.

Το πάνω μέρος του κυλίνδρου λεγόταν μπαλκόνι. Εξωτερικά κοσμούνταν, συνήθως με μια ζωγραφιά όμορφης κοπέλας, εσωτερικά δε βρισκόταν οι τεντωμένες χορδές -σε διάταξη πιάνου- με ηχείο το μπαλκόνι και αρμονική πλάκα το καπάκι του. Πίσω από το μπαλκόνι, υπήρχαν δυο δερμάτινα λουριά που χρησίμευαν για τη μεταφορά της. Τα ξύλινα σταυρωτά πόδια που κάθιζαν τη λατέρνα ήταν το κλασσικό εξάρτημα όλων των λατερνατζήδων.

Η λατέρνα παιζόταν από δυο άτομα. Ο πρώτος γύριζε τη μανιβέλα κι ο δεύτερος χτυπούσε το ντέφι με κινήσεις επιδεξιότητας και χόρευε στο ρυθμό της μελωδίας. Οι λατερνατζήδες κουβαλούσαν και ένα δεύτερο κύλινδρο, για να τον αλλάζουν με τον πρώτο και να αυξάνουν τις μελωδίες. Οι τυπωμένες μελωδίες κυμαίνονταν από βαλς, φόκ-στροτ, ταγκό έως συρτά, χασάπικα, ζεϊμπέκικα και διάφορες επιτυχίες της εποχής.

Πολλοί σταμπαδόροι, μαθητές του Τουρκόνι μετέφεραν και την τέχνη της λατέρνας όπου πήγαν: Σερβία, Ρουμανία, Αλβανία, Αίγυπτο κ.ά. Γνωστοί κατασκευαστές λατέρνας ήταν: "ο Φώτιος Φωτίου (μαθητής του Τουρκόνι) και ο Ευήμου Πολύκαρπος που είχαν το εργαστήριο τους απέναντι απ' τον νέο σταθμό Θεσσαλονίκης. Οι τελευταίοι λατερνατζήδες της Θεσσαλονί-κης ήταν: Θωμάς (Τσιμούρης) στην Κ. Τούμπα, ο Καπίρης Δημήτριος (γενν. 1908, Σμύρνη), ο Μανώλης Καρατζής (γενν. 1907, Πόντο), ο Γιώργος Καστερόπουλος (γενν. 1902, Πόλη), ο Μαρίνος Τριανταφυλλίδης και ο Ι. Μπαλλής.

Ο Βετεράνος της λατέρνας

Ο πιο γνωστός, ίσως κι ο μεγαλύτερος σταμπαδόρος του αιώνα μας είναι ο Νίκος Αρμάος. Γεννήθηκε στην Πόλη το 1890. Έμαθε την τέχνη της λατέρνας απ' τον πατέρα του Ιωσήφ και αφιέρωσε όλη του την ζωή στο όργανο. Το 1923 πήγε στον Πειραιά και συνέχισε την τέχνη του λατερνατζή.

Έδωσε ζωή σε απειράριθμα χασάπικα και ζεϊμπέκικα βάζοντας τις νότες μέσα στην καρδιά της λατέρνας με μια απαράμιλλη τεχνική που δυστυχώς δεν βρήκε συνεχιστές. Πέθανε το Μάιο του 1979 στην Αθήνα σε ηλικία 90 ετών.

Νίκος Τεμίζης, ο τελευταίος λατερνατζής της Πόλης

"Εμείς τη λατέρνα τη λέγαμε ¨όργανο¨"

Που γεννήθηκες κ. Νίκο;

Στο Αρναβούτκιοϊ και βαφτίστικα στο Αγ. Ταξιάρχη.

Θυμάστε την χρονολογία, πότε γεννηθήκατε;

1320 τεβελούτ... (δηλαδή 1902).

Θα μας πείτε λίγα πράγματα για την οικογένεια σας; Πόσα αδέρφια ήσασταν;

Ο πατέρας μου ήταν ψαράς. Ήμασταν έξι αδέρφια. Όλοι συν τω χρόνω πέθαναν. Έμεινα μόνο εγώ. Ο κανακάρης...

Όλοι τους είναι κάτω από το χώμα. Μέναμε μέσα στην στοά. Πίσω στο σχολείο, Κιρετσχανέ σοκάκι, νούμερο 10...

Που παίζατε την λατέρνα;

Παντού. Στο Αρναβούτκιοϊ, στο Κιουτσουκιόϊ, στο Τσεγκέλκιοϊ. Έφτασα μέχρι την Άγκυρα. Μας πήγαν με αεροπλάνο. Παντού εμείς παίζαμε. Ανοίγαμε τα πανηγύρια...

Εκεί περνούσαμε ένα μήνα.

Τελευταία που παίξατε;

Στο σύλλογο του Γαλατασαράϊ, στην Ξηροκρύνη, στη μέση της θάλασσας. Τελευταία φορά παίξαμε εκεί. Μετά σταματήσαμε.

Ποιους σταμπαδόρους θυμάστε;

Στα, να θυμηθώ τώρα... ήταν ο Πολύκαρπος, ο Σταμάτης...

Που είχαν τα μαγαζιά τους;

Άλλος στο Ορτάκοϊ, άλλος στο Πέρα, κι άλλος στο Γαλατά. Ύστερα, ήταν ο Γιώργος στο Γεντί-κουλε. Κι αυτός είχε λατέρνα. Ήταν ο αρμένιος Τσακίρ Αγκυριώτης... Κεράμι Τσακίρ. Καθόταν στο Κασίμπασα.

Οι Αρμένιοι κατασκεύαζαν λατέρνες;

Μάλιστα είχαμε και Αρμένιους μαστόρους. Ένας ήταν κοντά στο καρακόλι κατεβαίνοντας στο Ντολάπντερε...

Ο Παντελής ήταν στο Καλγιοντζού Κουλούκ, κοντά στην εκκλησία του Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης. Εμάς μας ήξερε όλος ο κόσμος. Μας φωνάζανε παντού...

Πώς λέγανε τον συνεργάτη σας;

Εγώ έπαιζα με το Γιώργο Ρόντη... και αυτός εδώ πέθανε.

Πότε;

Πάει πολύς καιρός. Ήταν χρυσός άνθρωπος. Μοίραζε φαγητό στους φτωχούς, στα Ταταύλα...

Τι τραγούδια παίζατε στη λατέρνα;

Ελληνικά, τούρκικα, τον Κόνιαλη, χασάπικα, συρτά... ό,τι θέλεις. Μόλις πάλιωναν αλλάζαμε τους σκοπούς. Είχαμε λεφτά. Μόλις τυπώνονταν μια καινούργια μελωδία, την αγοράζαμε πριν απ' όλους. Εμείς την λατέρνα την λέγαμε "όργανο".

Πληρώνατε πολλά για μια καινούργια μελωδία;

Εε! Τότε βγάζαμε λεφτά... δεν το σκεφτόμασταν. Μόλις ακούγαμε μια καινούργια μελωδία στο Τουρκόνι, την παίρναμε. Όπως το γραμμόφωνο, αλλάζαμε τον κύλινδρο σαν ν' αλλάζουμε δίσκο.

Ντέφι παίζατε;

Το ντέφι εγώ το έπαιζα, και χόρευα. Και ο Γιώργος έπαιζε λατέρνα. Κι όταν κουραζόμασταν αλλάζαμε...

Έχεις παίξει ποτέ για λογαριασμό καμιάς ταινίας;

Εεε πολλές φορές. Μας πήραν και στη κάμερα.

Πού;

Στα Ταταύλα, καθώς παίζαμε σε μια ταβέρνα.

Έτυχε ποτέ να παίξεις και να σε ηχογραφήσουν σε κάποιο στούντιο;

Δεν θυμάμαι. Παίξαμε σε πολλές ταινίες.

Ο Νίκος Αρμάος, είχε έρθει στην Πόλη, τον γνώρισες;

Όχι.

Καλά, τον Τουρκόνι τον ήξερες;

Βεβαίως. Ήταν Ιταλός. Η πραγματική λατέρνα είναι Τουρκόνι. Ο Τουρκόνις τους τα έμαθε όλα.

Που είχε το μαγαζί του;

Δίπλα στο Ελληνικό Προξενείο στο Πέρα....

Στην Πόλη κατασκευάζονταν λατέρνες; Τυπώνονταν μελωδίες;

Βεβαίως. Ο Τουρκόνι τις έκανε... ήταν ξεχωριστός μάστορας. Μάλιστα, ακούγαμε απ' τους μαστόρους μας, ότι είχε φέρει ένα πλοίο φορτωμένο ξυλεία απ' τη Ρουμανία, για αυτή τη δουλειά. Ήταν άριστος μουσικός... έπαιζε πρώτα την μελωδία στο μαντολίνο, έπειτα την τύπωνε στον κύλινδρο.

Έπαιξες καθόλου στα Ταταύλα;

Πολύ παλιά... στο Μπακλαχωράνι.

Έχεις καμία φωτογραφία από τότε;

Τότε δεν είχαμε τέτοια πράγματα. Δεν δίναμε σημασία.

Χόρευες χασάπικο; Δεν μας χορεύεις ένα;

Όσο... εδώ δεν γίνεται. Εμείς μεγαλώσαμε με σκουμπριά. Πρέπει να έχουμε σκουμπρί στη σχάρα, κρεμμύδι... ζεστό ζεστό... εμείς δεν ξέραμε πιρούνια.

Με τρία δάχτυλα το πιάναμε «..ωωπ», στην κοιλιά.

Τι πίνατε; Μπύρα, ρακί;

Τι μπύρα; Η μπύρα είναι γυναικείο ποτό. Ρακί, Αλτινμπάς Ρακί.

Εκτός από ντέφι, τί κρατούσες;

Κομπολόι... κεχριμπαρένιο. Εμείς κουβαλούσαμε την λατέρνα, την παίζαμε, χορεύαμε...

Τι σημαίνει να παίζεις λατέρνα;

Η λατέρνα ήταν πολύ ωραίο όργανο. Τώρα όμως έγινε ντεμοντέ. Οι περισσότερες πήγαν στην Αθήνα. Λίγες έμειναν εδώ. Τώρα κανείς δεν τις δίνει σημασία... τώρα υπάρχουν οι κασέτες, τα κασετόφωνα.

Δύσκολο είναι το παίξιμο της λατέρνας;

Πολύ! Κυρίως η αλλαγή της μελωδίας.

Πόσα τραγούδια έχει ο κύλινδρος;

Εννέα. Έχει σημασία το πώς καρφώνονται τα καρφάκια. Ψιλά καρφιά, χοντρά καρφιά... διαφέρουν.

Κέρδισες λεφτά απ' αυτή τη δουλειά;

Δόξα το Θεό, ζούσαμε. Κερδίσαμε κιόλας.

Γνώρισες κανένα Ρωμιό μουσικό απ' τους παλιούς;

Τον Γιώργο Μπατζανό... στην Πρίγκηπο, παίξαμε μαζί. Ήταν κι ο Ανδρέας στα Ταταύλα, έπαιζε αρμόνικα...

(Του βάζουμε για πολλοστή φορά να ακούσει την ηχογράφηση της λατέρνας)

Πώς τ' ακούς; Μήπως παίζεις εσύ;

Μπορεί... δεν θυμάμαι. Παίξαμε σε πολλά μέρη. Ωραία ακούεται... πρέπει να είναι κύλινδρος Τουρκόνι.

Πώς περνούν οι μέρες στο γηροκομείο;

Αν δεν κινείσαι, πεθαίνεις εύκολα. Σηκώνομαι το πρωί, κάνω το κρεβάτι μου... κατεβαίνω κάτω. Βαραίνανε τα πόδια μου, πια δεν με σηκώνουν... κάποτε πηγαίνω στ' Αρναούτκιοϊ. Έχω μια ανιψιά εκεί πέρα...

Ευχαριστούμε Μπάρμπα Νίκο...