Keresés

Részletes keresés

spiroslyra Creative Commons License 2007.01.15 0 0 59
«Η Χήρα».

«Χήρα ν΄αλάξεις όνομα
χήρα να μη χήρα να μη σε λέμε
Γιατί έκαμες τα μάτια μου
μέρα και νύ μέρα και νύχτα κλαίνε

...
Μα γιατί καλέ γιατί
μα γιατί δε μου το λες
μα γιατί δε μου το λες
παρά κάθεσαι και κλαις»

Μιά ηχογράφηση που μέχρι αποδείξεως του εναντίου θεωρείται η πρώτη ηχογράφηση μπουζουκιού...

Előzmény: spiroslyra (58)
spiroslyra Creative Commons License 2007.01.15 0 0 58

"Από τα τραγούδια που άκουσα, τα δύο («Το στήθος μου το τρυφερό» και «Ο Ξένος» - κάποια λόγια υπάρχουν στη σελίδα του ερευνητή - http://www.paradoxon.gr/paramithi/goerlitz.html) φέρουν μικρασιάτικο χρώμα, άλλωστε κι αυτός που τα τραγουδάει (χωρίς συνοδεία οργάνων) είχε από κει καταγωγή. Τα χαρακτηριστικά του μανέ που αναγνώρισα σε αυτά βρίσκονταν στο ανεβοκατέβασμα της φωνής, στην εκφορά και στα εμφανή αυτοσχεδιαστικά στοιχεία. Πάντως, δε διαπίστωσα (όσο μπορούσα να βγάλω τα λόγια, που ήταν δύσκολο) επανάληψη ημιστιχίων.

Το άλλο τραγούδι που μου έβαλε να ακούσω ο κύριος Ανδρικόπουλος (και τον ευχαριστώ που μου έδωσε την ευκαιρία) ήταν η «Χήρα» (υπάρχουν και γι'αυτό τα λόγια στη σελίδα του). Ξεκινάει με ταξίμι σε μπουζούκι που θυμίζει «πειραιώτικο» παίξιμο. Όμως κι εδώ (και ενώ νόμιζα ότι το είχαμε εξαντλήσει το θέμα μανέδες) διαπιστώνω ότι η πρώτη στροφή είναι στη μουσική του «Μανέ Μπουρνοβαλιά», που τον έχουμε στη σελίδα σε εκδοχές με Μενεμενλή, Παπαγκίκα, Νοδέο! (Αυτοί οι μανέδες μάλιστα δεν χαρακτηρίζονται καν από επανάληψη ημιστιχίων.) "

 


 http://hydralix.softnet.tuc.gr/rebetiko/forum/viewtopic.php?t=1414&start=10&sid=9c7fe393fd7f2bc655ef3cfe97620415

spiroslyra Creative Commons License 2007.01.15 0 0 57

Και γιατί δεν μας το λες.


"Αγνωστου, κιθάρα και τραγούδι Γ.Κατσαρός.
Ενα από τα παλαιότερα ρεμπέτικα της Σμύρνης. Το αναφέρει και ο Λ.Καρακάσης στη συλλογή του «Τα λαϊκά τραγούδια της Σμύρνης» Μικρασιάτικα Χρονικά 1948 με τίτλο «Καλέ γιατί μου μάνισες» Η μελωδία του επίσης συναντάται στο γνωστό παραδοσιακό σμυρνέικο «η χήρα» ."

 


...της θάλασσας κρατώ κακιά
του βαποριού αμάχη
που πήρε την αγάπη μου
και τηνε χαίρουντ'άλλοι
και γιατί δεν μας τον λες
τον πόνο που 'χεις κι όλο κλαίς
και γιατί δεν μ'άνοιξες
παρά το τζάμι σφάλιξες...

spiroslyra Creative Commons License 2007.01.15 0 0 56
Της θάλασσας κρατώ κακιά, αμάν, αμάν
του βαποριού αμάχη
που πήρε την αγάπη μου, αμάν, αμάν
και την εχαίροντ' άλλοι

Μα και γιατί δεν μας το λες
Μα και γιατί δεν μας το λες
βρε και γιατί δεν μας το λες
τον πόνο πούχεις κι όλο κλαις

Βρε και γιατί δεν μ' άνοιξες,
Βρε και γιατί δεν μ' άνοιξες,
Βρε και γιατί δεν μ' άνοιξες,
παρά το τζάμι μου 'κλεισες

- Ωωπ.. ¶ϊντε να στερέψει ο ωκεανός
να πάω στην Αμερική να φέρω την αγάπη μου

Πανάθεμά την τη στιγμή, κορίτσι μου, πανάθεμα την ώρα
όπου σε πρωτογνώρισα, μικρούλα μου, σε τούτη δα τη χώρα

Μα και μας το λες
Βρε και γιατι δε μας το λες
Βρε και γιατί δεν μας το λες
τον πόνο πούχεις κι όλο κλαις

Βρε και γιατί δεν μ' άνοιξες,
Βρε και γιατί δεν μ' άνοιξες,
Βρε και γιατί δεν μ' άνοιξες,
παρά το τζάμι μου 'κλεισες

Karbon Creative Commons License 2007.01.14 0 0 55
Μανές Μπουρνοβαλιά
Előzmény: Karbon (54)
Karbon Creative Commons License 2007.01.14 0 0 54

"της
Θάλασσας βαστώ κακία.....

αμάν αμάν , του βαποριού αμάχη

που πήρε την αγάπη μου

και την εχαιρωνται άλλοι

και γιατί δε μας το λες

και γιατί δε μας το λες

τον πόνο που 'χεις κι όλο κλαις !!!

και γιατί δεν μ' άνοιξες παρά το τζάμι σφάλισες........

αναθεματη την στιγμή

ανάθεμα την ώρα..........

όπου σε πρωτογνώρισα σε τούτη δω την χώρα.....

και γιατί δε μας το λες

και γιατί δε μας το λες

τον πόνο που 'χεις κι όλο κλαις !!!

και γιατί δεν μ' άνοιξες παρά το τζάμι σφάλισες........"



spiroslyra Creative Commons License 2007.01.12 0 0 53
http://www.rembetiko.gr/forums/forumdisplay.php?f=390

Στίχοι και Τραγούδια
spiroslyra Creative Commons License 2007.01.12 0 0 52
*το μικρασιάτικο παραδοσιακό ρεμπέτικο τραγούδι (πριν το 32 φυσικά) "αιντε ας ρεμπελέψουμε" δίνει μιά σαφή περιγραφή.
"Αιντες ας ρεμπελέψουμε
ρεμπέτες να γενούμε αμάν
να μας ΄γαπούν μελαχροινές
να τες περιφρονούμε
αιντες δεν θέλω... να ΄γαπώ
ούτε να μ΄αγαπούνε
για ν΄μαι ΄λεύτερο πουλί
να με παρακαλούνε"
spiroslyra Creative Commons License 2007.01.12 0 0 51
Δραγούμης Μ.

ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΡΕΜΠΕΤΕΣ ΜΑΘΗΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ, 23 Ιανουαρίου 1976

Η λέξη ρεμπέτης, σαν χαρακτηρισμός ενός ιδιαίτερου τύπου ανθρώπου, υπάρχει από πολύ παλιά: «Άντε να ρεμπελέψουμε, ρεμπέτες να γενούμε, να μας 'γαπούν μελαχρινές, να τις περιφρονούμε», λέει ένα δημοτικό δίστιχο από τη Νίσυρο. Αλλά δυστυχώς, δεν μπορεί να καθοριστεί με απόλυτη ακρίβεια το περιεχόμενο της λέξης, Π.χ. η Αυστραλέζα ρεμπετόλογος Γκεηλ Χοουλστ, στο βιβλίο της «ROAD ΤΟ REMBETIKA» ρωτάει 15 ρεμπέτες τι σημαίνει o όρος και λαβαίνει 15 διαφορετικές απαντήσεις. Ωστόσο, δεν θα απείχαμε πολύ από την αλήθεια αν υποστηρίζαμε ότι για τον μέσο Έλληνα οι ρεμπέτες είναι οι λίγο-πολύ εμπειρικοί ποιητές-σύνθετες των πρώτων πενήντα χρόνων του αιώνα μας, που τραγούδησαν τα καθημερινά μεράκια στην αρχή μιας πολύ μικρής κι αργότερα μιας όλο και μεγαλύτερης ομάδας ανθρώπων των πόλεων, χρησιμοποιώντας σα βασικούς ρυθμούς το Ζεϊμπέκικο και το Χασάπικο, και σα βασικό όργανο το μπουζούκι.
Οι άνθρωποι στους οποίους απευθυνόταν αρχικά το ρεμπέτικο ανήκαν στο λεγόμενο «λουμπεν» προλεταριάτο και ήταν λίγο-πολύ απόκληροι της κοινωνίας. Αλλά μετά το 1922 πυκνώθηκαν οι τάξεις τους, γιατί περιλήφθηκαν σ' αυτές οι πρόσφυγες από τη Μ. Ασία και λίγο-λίγο και τα υπόλοιπα ταλαιπωρημένα κι αδικημένα κοινωνικά στρώματα ολόκληρης της χώρας. Γιατί δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το ρεμπέτικο αγαπήθηκε, και πολύ μάλιστα, όχι όπως κακώς πιστεύεται μόνο στα αστικά κέντρα, αλλά και στις επαρχίες. Παράλληλα αγαπήθηκε κι από λίγους αλλά εκλεκτούς, ευαίσθητους, μορφωμένους και πονόψυχους αστούς, κυρίως καλλιτέχνες που αν και οι συνθήκες της ζωής τους ήταν καλύτερες από εκείνες που αντιμετώπιζαν εκείνοι που ανήκαν στον κόσμο του ρεμπέτικου, ένοιωθαν γι αυτούς έναν θαυμασμό και μια διάθεση να τους πλησιάσουν και να τους καταλάβουν.
Στο χασάπικο του Μάρκου Βαμβακάρη «Ξεκινούν από το Κολωνάκι», που κυκλοφόρησε στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά, γίνεται για πρώτη φορά λόγος για Κολωνακιώτες που κατεβαίνουν στις Τζιτζιφιές με «κούρσες της πολυτελείας, λίγο για να ακούσουν μπουζουκάκι και τις πιο γλυκύτερες πενιές», όπως το εκφράζει με την τόσο χαρακτηριστική του απλότητα κι αφέλεια ο ποιητής και συνθέτης. Αλλά χρειάστηκε να έρθουν τα μαύρα χρόνια της Κατοχής με τις στερήσεις και τα απερίγραπτα βάσανα τους, που υπόβαλαν σε δοκιμασία όλους σχεδόν τους Έλληνες, για να αρχίσει δειλά-δειλά να περιορίζεται το μένος των βολεμένων μεγαλοαστών, και γενικά των πουριτανών και στενοκέφαλων για το ρεμπέτικο, που ως τότε σχεδόν ομόφωνα και χωρίς να τα έχουν καν μελετήσει, τα απέρριπταν, χαρακτηρίζοντας τα σαν τα τραγούδια των «αποβρασμάτων» της κοινωνίας.
Και βέβαια ούτε και σήμερα δεν έχει εκλείψει τελείως η πολεμική εναντίον του, Αλλά ομολογουμένως έχει περιορισθεί στο ελάχιστο. Εν τω μεταξύ, μερικά χρόνια μετά την Κατοχή, εμφανίστηκαν τα πρώτα συμπτώματα μιας αρρώστιας που φούντωσε αστραπιαία και μετέβαλε τα ρεμπέτικα στα γνωστά εμετικά ψευτορεμπετικα, τα αλλιώς γνωστά σαν ελαφρολαϊκα η αρχοντορεμπετικα.
Με την επικράτηση των κακότεχνων αυτών κατασκευασμάτων, το ρεμπέτικο ξεψύχησε. Για το Θάνατο του ευθύνεται η μεγάλη εμπορικότητα που απέκτησε τόσο ξαφνικά, οι εταιρίες δίσκων και τα κέντρα διασκεδάσεων που άρχισαν να την εκμεταλλεύονται, και ας μη γελιόμαστε - οι ίδιοι οι ρεμπέτες, που ήταν με ελάχιστες εξαιρέσεις, πάντα πρόθυμοι να προβούν σε οποιαδήποτε αισθητική παραχώρηση προκείμενου να θησαυρίσουν.
Γιατί μετά την επιτυχία που γνώρισε η «Συννεφιασμένη Κυριακή», κάθε ρεμπέτικο ήταν ένα επίδοξο «σουξέ», και στην εποχή μας, ο, τι προμηνύει κέρδη γίνεται αμέσως αντικείμενο εκμετάλλευσης, ακόμα κι όταν το τίμημα είναι η χυδαιοποίηση και εκπόρνευση.
Αλλά και να 'θελαν οι παραστρατημένοι πια τέως ρεμπέτες και νυν αρχοντορεμπετες να γυρίσουν στο δρόμο που θα έπρεπε θεωρητικά να βαδίζουν δεν θα μπορούσαν, γιατί τα καλλιτεχνικά ύφη διαμορφώνονται από το πνεύμα και την ατμόσφαιρα που χαρακτηρίζει μια εποχή. Κι η εποχή μας, είναι πέρα για πέρα αντιρεμπετικη. Μας αρέσει μόνο να ακούμε τα παλιά ρεμπέτικα, γιατί αισθανόμαστε ότι είναι ίσως τα μόνα ελληνικά τραγούδια, που μετά τα δημοτικά, εκφράζουν τόσο πειστικά κι αυθεντικά την ψυχή του λαού μας και τους καημούς του. Ας ευχηθούμε λοιπόν πώς το όποιο ξεκίνημα έγινε πρόσφατα από τις εταιρίες δίσκων προς την κατεύθυνση της ανατύπωσης των παλιών καλών ρεμπέτικων από παλιούς, πρωτότυπους δίσκους σε νεώτερους 33 στροφών θα συνεχίσει και θα ενταθεί.
Γιατί ως τώρα αυτοί που θελαν να γνωρίσουν τους θησαυρούς της ρεμπέτικης μουσικής αναγκάζονταν να τους γυρεύουν με τις ώρες στα παλαιοπωλεία και ή να μη τους βρίσκουν, ή όταν τους βρίσκουν, να ξεπουλιούνται κυριολεκτικά για να τους αγοράσουν.
spiroslyra Creative Commons License 2007.01.12 0 0 50
Η μία από τις συνολικά δύο φωτογραφίες του Κώστα Σκαρβέλη που διασώθηκαν από την οικογένεια της αδελφής του. Αθήνα 1938.

Απριλίου 1942: Το τέλος. Θάνατος "εξ οιδήματος υποσιτισμού" λέει το πιστοποιητικό θανάτου του Κώστα Σκαρβέλη, κοινώς "από την πείνα". Θάφτηκε σε ομαδικό τάφο στο Γ' Νεκροταφείο, στη Νίκαια.


Ένα από τα συμβόλαια του Κώστα Σκαρβέλη με την Columbia, της οποίας υπήρξε ο πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής από το 1930 μέχρι την είσοδο των Γερμανών, τον Απρίλιο του 1941.

?
spiroslyra Creative Commons License 2007.01.12 0 0 49
Κώστας Σκαρβέλης

(Ψευδώνυμο "Παστουρμάς")

Άρθρο του Παναγιώτη Κουνάδη.


Η Έρευνα για τη Ζωή και το Έργο του Κώστα Σκαρβέλη.

Ένα -σχεδόν- τυχαίο γεγονός ήρθε να λύσει ένα "αίνιγμα" που βασάνιζε τις τελευταίες δεκαετίες τους ερευνητές του ρεμπέτικου: Τι απέγινε ο μεγάλος κωνσταντινουπολίτης δημιουργός του ρεμπέτικου Κώστας Σκαρβέλης, ο πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής της ελληνικής Columbia, που στη δεκαετία του '30 δέσποσε στον χώρο του ελληνικού τραγουδιού, αφήνοντας 250 περίπου αριστουργηματικά τραγούδια στη δισκογραφία των 78 στροφών και διαμορφώνοντας, σαν διευθυντής-επιλογέας ρεπερτορίου, μαζί με τους συναδέλφους και συνεργάτες του Παναγιώτη Τούντα, Δημήτρη Σέμση (Σαλονικιό), Γιάννη Δραγάτση (Ογδοντάκη) και Σπύρο Περιστέρη, το νεότερο ύφος στο νεότερο λαϊκό τραγούδι των πόλεων. Ακούσαμε για πρώτη φορά για τον Κώστα Σκαρβέλη το καλοκαίρι του 1964, όταν, μαζί με τον καλό φίλο και πρωτοπόρο στην έρευνα για το ρεμπέτικο Νέαρχο Γεωργιάδη, ρωτούσαμε και μαγνητοφωνούσαμε τις αφηγήσεις του Μάρκου Βαμβακάρη, στο πλαίσιο της προετοιμασίας της αυτοβιογραφίας του, που δεν ευτυχήσαμε να την ολοκληρώσουμε εμείς, δηλ. "η ομάδα των φοιτητών" - όπως έλεγε κι ο Μ. Βαμβακάρης- της 10ετίας του '60, που ασχολήθηκε για πρώτη φορά -συλλογικά- με την έρευνα του ρεμπέτικου. Θυμάμαι ότι ο Βαμβακάρης μιλούσε με ενθουσιασμό και εξέφραζε τον θαυμασμό του για τους παλιούς συνεργάτες του Παν. Τούντα, Κώστα Σκαρβέλη, Σπύρο Περιστέρη που τον βοήθησαν σημαντικά να ανέλθει στην κορυφή του στερεώματος των δημιουργών του λαϊκού μας τραγουδιού. Από τότε πέρασαν πάνω από 30 χρόνια αναζητήσεων, για να συγκεντρωθούν στοιχεία για τον σπουδαίο αυτό δημιουργό. Ρωτήθηκαν όλοι όσοι από τους παλιούς συνεργάτες του ζούσαν, με ιδιαίτερη επιμονή στα θέματα της γεννήσεως και του θανάτου του, για την οικογενειακή του κατάσταση κλπ. Συγκεντρώθηκαν έτσι, αρκετά βιογραφικά, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να θυμηθεί και να μας πληροφορήσει για το πότε χάθηκε, πότε και πού πέθανε, ενώ φωτογραφία του δεν είχε εντοπιστεί ποτέ. Ακολούθησε αναζήτηση στα δημοτολόγια των δήμων όπου ήταν πιθανή η καταγραφή του μετά την άφιξη του στην Ελλάδα (το 1922 όπως νομίζαμε), χωρίς να βρεθεί πουθενά κάποιο στοιχείο που θα βοηθούσε την έρευνα. Ακόμη, τα στοιχεία για την αδελφή του -που όλοι βεβαίωναν ότι υπήρχε- βρίσκονταν μέσα στην ασάφεια, αφού κάποιες ανασφαλείς -ίσως και ψευδείς- πληροφορίες την έφεραν να ζει μέχρι τη 10ετία του '70, ενώ είχε πεθάνει το 1954. Πριν από λίγα χρόνια "αγγίξαμε" τη λύση, όταν πληροφορηθήκαμε τον τόπο όπου έμενε -στην Ιερεμίου Πατριάρχου- αλλά συγκυρία πληροφοριών τη μέρα εκείνη δεν βοήθησε την προσέγγιση της οικογενείας του, που όντως ζει εκεί από τα μέσα της 10ετίας του '20. Με τη σύγχυση και ανασφάλεια αυτή φτάσαμε στην τελευταία περίοδο, όταν πριν από λίγους μήνες, με την ευκαιρία της προετοιμασίας της έκδοσης των αφιερωμάτων II και III του έργου του Κ. Σκαρβέλη στη σειρά "Συνθέτες του Ρεμπέτικου" αναζητήσαμε τα στοιχεία ενός επίσης "περίεργου και άγνωστου" συνθέτη -αφού κανείς δεν ήξερε ποτέ τίποτε γι' αυτόν- του Ι. Καραμαούνα, που το όνομα του εμφανίζεται στη δισκογραφία των 78 στροφών σε 4 τραγούδια, που οι πίσω όψεις των δίσκων περιλαμβάνουν πάντοτε τραγούδια του Κ. Σκαρβέλη. Ευτυχώς για την έρευνα, στο τραγούδι "Μα Τι Να Κάνω Σ' Αγαπώ" (δίσκος Ρarlophone Β- 7400 του 1940) με τον Γιώργο Κάβουρα, στο όνομα του Ι. Καραμαούνα ήταν καταγραμμένο, στην παλιά καρτέλα της Α.Ε.Π.Ι., μέσα σε παρένθεση, το όνομα του Κώστα Σκαρβέλη. Επομένως, ή επρόκειτο για ψευδώνυμο του συνθέτη ή για όνομα που ανήκε στο άμεσο -φιλικό ή οικογενειακό- περιβάλλον του Κ. Σκαρβέλη. Ευτυχώς, με το πρώτο τηλεφώνημα, από τα τρία ονόματα Ι. Καραμαούνα στον τηλεφωνικό κατάλογο, πέσαμε πάνω στον Ιωάννη Καραμαούνα, εγγονό του αναφερόμενου στην ετικέτα των παλιών δίσκων και συζύγου της αδελφής του Κ. Σκαρβέλη, Μαγδαληνής. Το αίνιγμα είχε λυθεί. Όμως η θλίψη ήταν μεγάλη, όταν μετά την πρώτη μας συνάντηση με τα μέλη της οικογένειας, πληροφορηθήκαμε τον βάρβαρο θάνατο του συνθέτη από την πείνα στα χρόνια της Κατοχής.

ΚΩΣΤΑΣ ΣΚΑΡΒΕΛΗΣ
Κωνσταντινούπολη 1880 - Αθήνα 8/4/1942
spiroslyra Creative Commons License 2007.01.12 0 0 48
"Σε μια εποχή που τα "ινδοαραβικά" έδιναν κι έπαιρναν, βγαίνουν οι κορυφαίοι τραγουδιστές (από πλευράς καταξίωσης στη συνείδηση του ευρύτερου κοινού) και επαναφέρουν μια σειρά από παλιά λαϊκά τραγούδια.
Εχουμε λοιπόν το 1959 το Στέλιο Καζαντζίδη να τραγουδάει τη "Συννεφιασμένη Κυριακή" (μπουζούκια οι Παπαδόπουλος, Καρνέζης, Μακρυδάκης, Τσιτσάνης). Την ίδια σχεδόν εποχή ο Μπιθικώτσης τραγουδάει
τέσσερα καινούργια τραγούδια του Μάρκου και στη συνέχεια πολλά από τα προπολεμικά του. Θα ακολουθήσουν όλοι οι γνωστοί τραγουδιστές Γαβαλάς, Πόλυ Πάνου, Καίτη Γκρέυ κ.ά.) που θα επαναφέρουν στο προσκήνιο ένα μεγάλο μέρος της προπολεμικής λαϊκής μουσικής. Θα ακουστούν π.χ. τραγούδια του Σκαρβέλη (Με το "Καημό μεσ' στην καρδούλα μου" ο Γαβαλάς θα είναι ο πρώτος που θα τολμήσει μετά από είκοσι και πλέον χρόνια να μπει σε σύγκριση με τον Κάβουρα),..."
spiroslyra Creative Commons License 2007.01.12 0 0 47
Καημό μες την καρδούλα μου

Γαβαλάς Πάνος

Μουσική/Στίχοι: Ροβερτάκης Γιώργος




Καημό μες την καρδούλα μου απόκτησα και πόνο

απ' τον καιρό που έμπλεξα με σένανε και λιώνω



Κάθε βραδάκι με γελάς γιατί θεό δεν έχεις

σε περιμένω για να ’ρθείς μα συ με άλλον τρέχεις



Αλήθεια δε μου λες ποτέ αν μ' αγαπάς δεν ξέρω

σε βλέπω μ' άλλους να γλεντάς και μέσα μου υποφέρω



Αφού για μένα δεν πονάς και άλλονε λατρεύεις

δε θέλω πια να μου μιλάς γιατί με κοροϊδεύεις
spiroslyra Creative Commons License 2007.01.10 0 0 46
spiroslyra Creative Commons License 2007.01.10 0 0 45
Πασαλιμάνι
spiroslyra Creative Commons License 2007.01.10 0 0 44
Από τον Πλούταρχο μαθαίνουμε ότι, παρατηρώντας το βράχο της Καστέλλας, ο μάντης Επιμενίδης είχε προβλέψει το 631 π.Χ. ότι "εάν οι Αθηναίοι γνώριζαν πόσες θλίψεις πρόκειται να φέρει στην πόλη ο λόφος αυτός, θα τον έτρωγαν με τα δόντια". Ο μύθος υποστηρίζει ότι ο Επιμενίδης κοιμήθηκε 50 χρόνια όταν ήταν παιδί και ότι τελικά έζησε 299 χρόνια. Η προφητεία του όμως επιβεβαιώθηκε. Δεν την έφαγαν βέβαια με τα δόντια την Καστέλλα οι Αθηναίοι, αλλά με τις αξίνες και τις μπουλντόζες. Το σύνθημα δόθηκε από τον Γεώργιο Α', ο οποίος αποφάσισε το 1878 να μην κάνει καλοκαιρινές διακοπές στο εξωτερικό, όπως συνήθιζε, εξαιτίας των κρισίμων εθνικών περιστάσεων. Προτίμησε λοιπόν να εγκατασταθεί μ' όλη την οικογένεια και την ακολουθία του στις εξοχικές οικίες που είχε μόλις χτίσει στην Καστέλλα ο Τσίλερ. Οπως γράφει η εφημερίδα 'Στοά', "η βασιλική οικογένεια εκφράζει ανεπιφυλάκτως άκραν ευαρέσκειαν επί τη θερινή εν Πειραιεί διατριβή. Οι βασιλόπαιδες δις της ημέρας λούονται εν τω βασιλικώ λουτρώνι, μετά δε το πρωινόν λουτρόν από της 7ης ώρας ακολουθούσι μαθήματα, κατερχομένων εις Πειραιά πάντων των διδασκάλων".
Αυτό ήταν. Από τότε, η μοίρα της περιοχής άλλαξε. "Εις την Καστέλλα κατοικούσαν εύποροι Πειραιείς και έμποροι, βιομήχανοι, εφοπλισταί και διακεκριμένοι Αθηναίοι όπως άι οικογένειαι Σπυράκη, Βελλή, Ποταμιάνου, Σβορώνου, Καλλιμασιώτη, Μελάα Ζαχαρίου, Φραγκούλη, Σώμου, Τσάτσου, Γεωργούλη, Ντάβαρη, Βασιλόπουλου, Γαϊτάνου, Ριζιώτου, επίσης ο καθηγητής Μακκάς, πολλοί ιατροί, ο ζωγράφος Αλέξιος, ο Βασιλειάδης εις την οικίαν του οποίου παραθέριζε πολλές φορές ο βασιλεύς Γεώργιος Α' και έμπροσθεν της οποίας έπαιρνε το θαλάσσιο μπάνιο της η βασιλική οικογένεια, ο Σάββας Παπαπολίτης, ο Οριγκόνι. Εις την οικίαν Οριγκόνι έμεινε επί πολύ καιρό το 1914 ο βασιλεύς Πέτρος της Σερβίας. Ως γνωστόν, με την κήρυξιν του Α' Παγκοσμίου Πολέμου με την αιτίαν της δολοφονίας εις το Σεράγεβον του Αρχιδουκός της Αυστρίας, ο βασιλεύς Πέτρος ηναγκάσθη να εγκαταλείψει το Βελιγράδι. Ηλθεν λοιπόν εις την Ελλάδα και εγκατεστάθη εις την Καστέλλα." ("Πειραιάς. Θρύλος και κληρονομιά")
Δίπλα, όμως, στις νέες δραστηριότητες που συγκεντρώνονται στο μικρό λόφο προς νότον του Τουρκολίμανου και στην Καστέλλα, κατοικούν οι φτωχοί κάτοικοι και προβάλλουν οι πρώτες ταβερνούλες. Τις περιγράφει ο Καραγάτσης στο 'Γιούγκερμαν και τα στερνά του': "Το Τουρκολίμανο ήταν τότε αλλιώτικο. Ψαράδικος συνοικισμός και ρεμέτζο για τις βάρκες του νέου Φαλήρου, όταν έπιανε Σοροκάδα. Δυο καφενεδάκια, τρεις ταβερνούλες. Τις όμορφες βραδιές έβγαζαν τα τραπεζάκια πλάι στο νερό, κι οι ψαράδες κουτσόπιναν τη ρετσίνα τους μασουλώντας μαριδίτσες. Το ηλεκτρικό δεν είχε κατέβει καλά-καλά στο γιαλό του μικρού λιμανιού που βρισκόταν στην καρδιά του Πειραιώς και φάνταζε σα να 'ταν εκατό μίλια μακριά, στο μυχό κάποιου κυκλαδίτικου νησιού."
spiroslyra Creative Commons License 2007.01.10 0 0 43
Kastella
spiroslyra Creative Commons License 2007.01.10 0 0 42
users.sch.gr/kassetas/scripta24.htm
spiroslyra Creative Commons License 2007.01.10 0 0 41
Αθανασάκης, Μανόλης. Βασίλης Τσιτσάνης, 1946. Αθήνα: Λαϊκό Τραγούδι, 2006.
spiroslyra Creative Commons License 2007.01.10 0 0 40
www.greekmidi.com/songs/tsitsanis/topasalimani.html
spiroslyra Creative Commons License 2007.01.10 0 0 39
ΤΟ ΠΑΣΑΛΙΜΑΝΙ
Composer:
Συνθέτης: Βασίλης Τσιτσάνης
Lyricist:
Στιχουργός: Βασίλης Τσιτσάνης
Music:
Μουσική:
Play internally Play externally

Lyrics:
Στίχοι: Μια νύχτα κάτω στο Πασαλιμάνι
μια νόστιμη Σμυρνιά
μικρούλα που σε ντέρτι μου 'χει βάλει
και πόνο στη καρδιά

Mικρούλα που σε ντέρτι μου 'χει βάλει
και πόνο στη καρδιά
μια νύχτα κάτω στο Πασαλιμάνι
μια νόστιμη Σμυρνιά

Μου λέει μπές μέσα στη βαρκούλα κι έλα
σε θέλω συντροφιά
να πάμε μια τσαρκούλα στη Καστέλλα
στην όμορφη βραδυά

Να πάμε μια τσαρκούλα στη Καστέλλα
στην όμορφη βραδυά
μου λέει μπές μέσα στη βαρκούλα κι έλα
σε θέλω συντροφιά

Η βάρκα θα πηγαίνει αγάλι αγάλι
στα κύματα γλυκά
σε πλάνο θα μας φέρει ακρογυάλι
σε μέρη μαγικά

Σε πλάνο θα μας φέρει ακρογυάλι
σε μέρη μαγικά
η βάρκα θα πηγαίνει αγάλι αγάλι
στα κύματα γλυκά
spiroslyra Creative Commons License 2007.01.09 0 0 38
ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ ΣΠΥΡΟΣ
spiroslyra Creative Commons License 2007.01.09 0 0 37
ΣΕ ΞΕΧΑΣΑ ΔΕΝ ΣΕ ΠΟΝΩ

Τι θέλεις τώρα και ρωτάς
τα βράδυα που γυρνάω,
σε ξέχασα δεν σε πονώ
και άλλην αγαπάω.

Πολλές φορές σου έλεγα
τι κάνεις να προσέχεις,
γιατί τα δυο ματάκια σου
με δάκρυα τα βρέχεις.

Μα συ ήθελες να αγαπάς
πολλούς και να κυττάζεις,
μα τώρα δεν με μέλλει πια
αν κλαις κι αναστενάζεις.

Δεν θέλω ούτε να σε ιδώ
πολλά μου έχεις κάνει,
και η καρδιά μου αν πονά
η άλλη θα τη γειάνει.

Συντελεστές Τραγουδιού
Ερμηνευτής/ες ΓΚΟΛΕΣ ΜΠΑΜΠΗΣ
Συνθέτης/ες ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ ΣΠΥΡΟΣ
Στιχουργός/οί ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ ΣΠΥΡΟΣ

1938
spiroslyra Creative Commons License 2007.01.08 0 0 36
http://www.rebetiko.gr/song.asp?id=10013337
spiroslyra Creative Commons License 2007.01.08 0 0 35
Έννοια σου Αναστασία

Τραγουδιστής: Γούναρης Νίκος

Συνθέτης: Διαμαντίδης Α

Στιχουργός: Σαββίδης Αιμίλιος

Εκδότης: Γαϊτάνος Μιχάλης

Σημειώσεις: Ο Αιμίλιος Σαββίδης ήταν οδοντογιατρός, πριν γίνει στιχουργός
spiroslyra Creative Commons License 2007.01.08 0 0 34
Νίκος Γούναρης
1915 – 1965

O τραγουδιστής με τη βελούδινη φωνή, Νίκος Γούναρης, γεννήθηκε στη Ζαγορά του Πηλίου το 1915 και μεσουράνησε τη δεκαετία του 1950 στο ελληνικό πεντάγραμμο, είτε σόλο, είτε σε συνεργασία με το Τρίο Μπελκάντο. Υπηρέτησε με συνέπεια το λεγόμενο ελαφρό τραγούδι, αυτό που πολλοί Έλληνες αποκαλούν «Ευρωπαϊκό».

Η δεκαετία του '50 χαρακτηρίστηκε από τη μεγάλη κόντρα του λαϊκού και ελαφρού τραγουδιού, το οποίο ταίριαζε απόλυτα με την προσπάθεια της Ελλάδας να γίνει επιτέλους Ευρώπη, μετά τον αδελφοκτόνο εμφύλιο πόλεμο. Ο Γούναρης ήταν ο κύριος εκφραστής αυτού του είδους. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Τσιτσάνη: «Όσο υπάρχει Γούναρης δεν μπορεί το λαϊκό να σηκώσει κεφάλι». Το λαϊκό τραγούδι θα πάρει, βεβαίως, τη ρεβάνς πολύ σύντομα, τη δεκαετία του '60 και θα κυριαρχήσει ολοκληρωτικά τα επόμενα χρόνια.

Ο Νίκος Γούναρης πρωτοεμφανίστηκε το 1936 και αναδείχθηκε στην Κατοχή, παράλληλα με τη συμμετοχή του στην Αντίσταση. Προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στον αγώνα της απελευθέρωσης και για τις πράξεις του τιμήθηκε με το Αριστείο της Εθνικής Αντίστασης.

Μεγάλες επιτυχίες του υπήρξαν τα τραγούδια: «Αυτός ο άλλος», «Ένα βράδυ που 'βρεχε», «Σκαλί σκαλί θα κατεβώ» και «Άρχισαν τα όργανα».

Πέθανε στις 5 Μαΐου του 1965, χτυπημένος από την επάρατη νόσο.

ΔΙΣΚΟΘΗΚΗ:
4 Νίκος Γούναρης - Ένα βράδυ που ?βρεχε
4 Νίκος Γούναρης - Άρχισαν τα όργανα
spiroslyra Creative Commons License 2007.01.05 0 0 33
Στον ήχο της λατέρνας

Κωνσταντινούπολη,

του Στέλιου Μπερμπέρη



Το κείμενο και η συνέντευξη του Νίκου Τεμιζή συμπεριλήφθηκαν στο ένθετο του δίσκου ακτίνας Η λατέρνα της Πόλης (1999) που αποτελεί τον πρώτο δίσκο της σειράς Αρχείο Μουσικής Τούρκικων Ταινιών της εταιρείας KALAN στην Κωνσταντινούπολη. Η ηχογράφηση της λατέρνας έγινε το 1965 στο Στούντιο Γιενί Λαλέ για να χρησιμοποιηθεί στην ταινία Για μια ωραία μέρα του σκηνοθέτη Χαλντούν Ντόρμεν. Τη λατέρνα έπαιξε ένας ρωμιός λατερνατζής για τον οποίο δεν βρέθηκε κανένα στοιχείο παρ' όλες της προσπάθειες της ερευνητικής ομάδας. Η έκδοση του δίσκου ολοκληρώθηκε ενώ βρίσκεται ακόμα εν ζωή ο τελευταίος λατερνατζής της Πόλης, ο Νίκος Τεμίζης ο Αρναούζκιοϊλης.

Η συνέντευξη μαζί του έγινε στις 14 Μαΐου 1999 στο Γηροκομείο Βαλουκλή όπου ζει τα τελευταία δέκα χρόνια. Ο δίσκος Η λατέρνα της Πόλης αφιερώνεται στη μνήμη όλων των ξεχασμένων λατερνατζήδων οι οποίοι -χωρίς να επιδιώκουν φήμη και πλούτη- κινούμενοι από απεριόριστο μεράκι και αγάπη, έτρεχαν από ταβέρνα σε ταβέρνα κι από πανηγύρι σε πανηγύρι με την λατέρνα στην πλάτη, για να μας χαρίσουν μαγικές μελωδίες.



Η λατέρνα



Η λέξη λατέρνα, σύμφωνα με την Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια Λαρούς, προέρχεται από την Ιταλική λέξη laterna που σημαίνει φανάρι. Η πατρίδα της λατέρνας είναι η Ιταλία, απ' όπου κι εξαπλώθηκε σ' όλο το κόσμο. Τον παλιό καιρό, πριν την εμφάνιση του γραμμοφώνου η λατέρνα υπήρξε σημαντικό μέσο διασκέδασης, κυρίως για τους γλεντοκόπους των αστικών κέντρων.

Οι πρώτες λατέρνες στην Πόλη συναντώνται στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν ο Ιταλός Τζιουζέπε Τουρκόνι ανοίγει το πρώτο κατάστημα λατέρνας στο Γαλατά. Στην αρχή φέρνει λατέρνες απ' την Ιταλία, και σε λίγο καιρό, ξεκινά και την κατασκευή τους.

Οι περισσότεροι σταμπαδόροι -έτσι λέγονταν αυτοί που τύπωναν την μελωδία, καρφώνοντας μικρά καρφάκια πάνω στον κύλινδρο- ήταν ξενικής καταγωγής, που γεννήθηκαν και έζησαν στα αστικά κέντρα, του 19ου και 20ου αιώνα, Κωνσταντινού-πολη, Σμύρνη, Πειραιά, Αθήνα, Σύρο κ.ά.

Στην αρχή οι μελωδίες που τυπώνονταν στους κυλίνδρους ήταν μόνο Ιταλικές (οπερέτες, κανσονέτες κ.ά.). Σε λίγο καιρό οι σταμπαδόροι που έμαθαν την τέχνη του τυπώματος στο εργαστήρι του Τουρκόνι, άρχισαν να τυπώνουν και ελληνικές μελωδίες: χασάπικα, σέρβικα, ζεϊμπέκικα, συρτά, με βάση πάντα τους νόμους της δυτικής μουσικής. Η εναρμόνιση αυτή, αν και δύσκολη, λόγω της διαφορετικότητας του δυτικού από το ελληνικό μέλος, πέτυχε και επέφερε τη διάδοση της λατέρνας στα πλατιά λαϊκά στρώματα της Πόλης. Η λατέρνα έγινε το αναπόσπαστο στοιχείο των Πολίτικων γλεντιών στις ταβέρνες, στα πανηγύρια των Ταταούλων, του Βοσπόρου στο Τσενγκέλκιοϊ, στο Αρναούτκιοϊ, στο Γκιόκ-σου...

Ο Τουρκόνι πρωτοξεκίνησε την κατασκευή της λατέρνας στην Πόλη. Στην κατασκευή του κυλίνδρου χρησιμοποιούσαν συνήθως το ξύλο φλαμουριάς. Κάθε λατέρνα χωρούσε ένα κύλινδρο με εννέα μελωδίες. Ο λατερνατζής μπορούσε να επαναλάβει μια μελωδία όσες φορές ήθελε. Μπορούσε ακόμη να μεταπηδήσει π.χ. από την τρίτη στην πέμπτη μελωδία.

Η λατέρνα λειτουργούσε απλά. Η περιστροφή του κυλίνδρου μέσω της μανιβέλας, κινητοποιούσε τα καρφάκια. Αυτά με τη σειρά τους ανασήκωναν τα σφυράκια τα οποία χτυπούσαν τις χορδές που βγάζαν τον ήχο. Η τέχνη του σταμπαδόρου ήταν η μεταφορά μιας μελωδίας από την παρτιτούρα στην καρδιά της λατέρνας: τον κύλινδρο. Ο σταμπαδόρος πρέπει πάνω απ' όλα, να ήταν μουσικός με καλό αυτί, διότι το τύπωμα -όπως χαρακτηριστικά έλεγαν- των μελωδιών, ήταν δύσκολη εργασία και απαιτούσε ιδιαίτερες ικανότητες.

Το κάτω μέρος της λατέρνας που βρίσκεται ο κύλινδρος λεγόταν χαζνές. Η μανιβέλα βρισκόταν στο αριστερό μέρος του χαζνέ. Ο λατερνατζής γύριζε με την μανιβέλα τον κύλινδρο και μπορούσε να αλλάξει και τη μελωδία. Τραβούσε την μανιβέλα και επέλεγε το κομμάτι που ήθελε πάνω στον τροχό που βρισκόταν αριστερά του κυλίνδρου.

Το πάνω μέρος του κυλίνδρου λεγόταν μπαλκόνι. Εξωτερικά κοσμούνταν, συνήθως με μια ζωγραφιά όμορφης κοπέλας, εσωτερικά δε βρισκόταν οι τεντωμένες χορδές -σε διάταξη πιάνου- με ηχείο το μπαλκόνι και αρμονική πλάκα το καπάκι του. Πίσω από το μπαλκόνι, υπήρχαν δυο δερμάτινα λουριά που χρησίμευαν για τη μεταφορά της. Τα ξύλινα σταυρωτά πόδια που κάθιζαν τη λατέρνα ήταν το κλασσικό εξάρτημα όλων των λατερνατζήδων.

Η λατέρνα παιζόταν από δυο άτομα. Ο πρώτος γύριζε τη μανιβέλα κι ο δεύτερος χτυπούσε το ντέφι με κινήσεις επιδεξιότητας και χόρευε στο ρυθμό της μελωδίας. Οι λατερνατζήδες κουβαλούσαν και ένα δεύτερο κύλινδρο, για να τον αλλάζουν με τον πρώτο και να αυξάνουν τις μελωδίες. Οι τυπωμένες μελωδίες κυμαίνονταν από βαλς, φόκ-στροτ, ταγκό έως συρτά, χασάπικα, ζεϊμπέκικα και διάφορες επιτυχίες της εποχής.

Πολλοί σταμπαδόροι, μαθητές του Τουρκόνι μετέφεραν και την τέχνη της λατέρνας όπου πήγαν: Σερβία, Ρουμανία, Αλβανία, Αίγυπτο κ.ά. Γνωστοί κατασκευαστές λατέρνας ήταν: "ο Φώτιος Φωτίου (μαθητής του Τουρκόνι) και ο Ευήμου Πολύκαρπος που είχαν το εργαστήριο τους απέναντι απ' τον νέο σταθμό Θεσσαλονίκης. Οι τελευταίοι λατερνατζήδες της Θεσσαλονί-κης ήταν: Θωμάς (Τσιμούρης) στην Κ. Τούμπα, ο Καπίρης Δημήτριος (γενν. 1908, Σμύρνη), ο Μανώλης Καρατζής (γενν. 1907, Πόντο), ο Γιώργος Καστερόπουλος (γενν. 1902, Πόλη), ο Μαρίνος Τριανταφυλλίδης και ο Ι. Μπαλλής.

Ο Βετεράνος της λατέρνας

Ο πιο γνωστός, ίσως κι ο μεγαλύτερος σταμπαδόρος του αιώνα μας είναι ο Νίκος Αρμάος. Γεννήθηκε στην Πόλη το 1890. Έμαθε την τέχνη της λατέρνας απ' τον πατέρα του Ιωσήφ και αφιέρωσε όλη του την ζωή στο όργανο. Το 1923 πήγε στον Πειραιά και συνέχισε την τέχνη του λατερνατζή.

Έδωσε ζωή σε απειράριθμα χασάπικα και ζεϊμπέκικα βάζοντας τις νότες μέσα στην καρδιά της λατέρνας με μια απαράμιλλη τεχνική που δυστυχώς δεν βρήκε συνεχιστές. Πέθανε το Μάιο του 1979 στην Αθήνα σε ηλικία 90 ετών.

Νίκος Τεμίζης, ο τελευταίος λατερνατζής της Πόλης

"Εμείς τη λατέρνα τη λέγαμε ¨όργανο¨"

Που γεννήθηκες κ. Νίκο;

Στο Αρναβούτκιοϊ και βαφτίστικα στο Αγ. Ταξιάρχη.

Θυμάστε την χρονολογία, πότε γεννηθήκατε;

1320 τεβελούτ... (δηλαδή 1902).

Θα μας πείτε λίγα πράγματα για την οικογένεια σας; Πόσα αδέρφια ήσασταν;

Ο πατέρας μου ήταν ψαράς. Ήμασταν έξι αδέρφια. Όλοι συν τω χρόνω πέθαναν. Έμεινα μόνο εγώ. Ο κανακάρης...

Όλοι τους είναι κάτω από το χώμα. Μέναμε μέσα στην στοά. Πίσω στο σχολείο, Κιρετσχανέ σοκάκι, νούμερο 10...

Που παίζατε την λατέρνα;

Παντού. Στο Αρναβούτκιοϊ, στο Κιουτσουκιόϊ, στο Τσεγκέλκιοϊ. Έφτασα μέχρι την Άγκυρα. Μας πήγαν με αεροπλάνο. Παντού εμείς παίζαμε. Ανοίγαμε τα πανηγύρια...

Εκεί περνούσαμε ένα μήνα.

Τελευταία που παίξατε;

Στο σύλλογο του Γαλατασαράϊ, στην Ξηροκρύνη, στη μέση της θάλασσας. Τελευταία φορά παίξαμε εκεί. Μετά σταματήσαμε.

Ποιους σταμπαδόρους θυμάστε;

Στα, να θυμηθώ τώρα... ήταν ο Πολύκαρπος, ο Σταμάτης...

Που είχαν τα μαγαζιά τους;

Άλλος στο Ορτάκοϊ, άλλος στο Πέρα, κι άλλος στο Γαλατά. Ύστερα, ήταν ο Γιώργος στο Γεντί-κουλε. Κι αυτός είχε λατέρνα. Ήταν ο αρμένιος Τσακίρ Αγκυριώτης... Κεράμι Τσακίρ. Καθόταν στο Κασίμπασα.

Οι Αρμένιοι κατασκεύαζαν λατέρνες;

Μάλιστα είχαμε και Αρμένιους μαστόρους. Ένας ήταν κοντά στο καρακόλι κατεβαίνοντας στο Ντολάπντερε...

Ο Παντελής ήταν στο Καλγιοντζού Κουλούκ, κοντά στην εκκλησία του Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης. Εμάς μας ήξερε όλος ο κόσμος. Μας φωνάζανε παντού...

Πώς λέγανε τον συνεργάτη σας;

Εγώ έπαιζα με το Γιώργο Ρόντη... και αυτός εδώ πέθανε.

Πότε;

Πάει πολύς καιρός. Ήταν χρυσός άνθρωπος. Μοίραζε φαγητό στους φτωχούς, στα Ταταύλα...

Τι τραγούδια παίζατε στη λατέρνα;

Ελληνικά, τούρκικα, τον Κόνιαλη, χασάπικα, συρτά... ό,τι θέλεις. Μόλις πάλιωναν αλλάζαμε τους σκοπούς. Είχαμε λεφτά. Μόλις τυπώνονταν μια καινούργια μελωδία, την αγοράζαμε πριν απ' όλους. Εμείς την λατέρνα την λέγαμε "όργανο".

Πληρώνατε πολλά για μια καινούργια μελωδία;

Εε! Τότε βγάζαμε λεφτά... δεν το σκεφτόμασταν. Μόλις ακούγαμε μια καινούργια μελωδία στο Τουρκόνι, την παίρναμε. Όπως το γραμμόφωνο, αλλάζαμε τον κύλινδρο σαν ν' αλλάζουμε δίσκο.

Ντέφι παίζατε;

Το ντέφι εγώ το έπαιζα, και χόρευα. Και ο Γιώργος έπαιζε λατέρνα. Κι όταν κουραζόμασταν αλλάζαμε...

Έχεις παίξει ποτέ για λογαριασμό καμιάς ταινίας;

Εεε πολλές φορές. Μας πήραν και στη κάμερα.

Πού;

Στα Ταταύλα, καθώς παίζαμε σε μια ταβέρνα.

Έτυχε ποτέ να παίξεις και να σε ηχογραφήσουν σε κάποιο στούντιο;

Δεν θυμάμαι. Παίξαμε σε πολλές ταινίες.

Ο Νίκος Αρμάος, είχε έρθει στην Πόλη, τον γνώρισες;

Όχι.

Καλά, τον Τουρκόνι τον ήξερες;

Βεβαίως. Ήταν Ιταλός. Η πραγματική λατέρνα είναι Τουρκόνι. Ο Τουρκόνις τους τα έμαθε όλα.

Που είχε το μαγαζί του;

Δίπλα στο Ελληνικό Προξενείο στο Πέρα....

Στην Πόλη κατασκευάζονταν λατέρνες; Τυπώνονταν μελωδίες;

Βεβαίως. Ο Τουρκόνι τις έκανε... ήταν ξεχωριστός μάστορας. Μάλιστα, ακούγαμε απ' τους μαστόρους μας, ότι είχε φέρει ένα πλοίο φορτωμένο ξυλεία απ' τη Ρουμανία, για αυτή τη δουλειά. Ήταν άριστος μουσικός... έπαιζε πρώτα την μελωδία στο μαντολίνο, έπειτα την τύπωνε στον κύλινδρο.

Έπαιξες καθόλου στα Ταταύλα;

Πολύ παλιά... στο Μπακλαχωράνι.

Έχεις καμία φωτογραφία από τότε;

Τότε δεν είχαμε τέτοια πράγματα. Δεν δίναμε σημασία.

Χόρευες χασάπικο; Δεν μας χορεύεις ένα;

Όσο... εδώ δεν γίνεται. Εμείς μεγαλώσαμε με σκουμπριά. Πρέπει να έχουμε σκουμπρί στη σχάρα, κρεμμύδι... ζεστό ζεστό... εμείς δεν ξέραμε πιρούνια.

Με τρία δάχτυλα το πιάναμε «..ωωπ», στην κοιλιά.

Τι πίνατε; Μπύρα, ρακί;

Τι μπύρα; Η μπύρα είναι γυναικείο ποτό. Ρακί, Αλτινμπάς Ρακί.

Εκτός από ντέφι, τί κρατούσες;

Κομπολόι... κεχριμπαρένιο. Εμείς κουβαλούσαμε την λατέρνα, την παίζαμε, χορεύαμε...

Τι σημαίνει να παίζεις λατέρνα;

Η λατέρνα ήταν πολύ ωραίο όργανο. Τώρα όμως έγινε ντεμοντέ. Οι περισσότερες πήγαν στην Αθήνα. Λίγες έμειναν εδώ. Τώρα κανείς δεν τις δίνει σημασία... τώρα υπάρχουν οι κασέτες, τα κασετόφωνα.

Δύσκολο είναι το παίξιμο της λατέρνας;

Πολύ! Κυρίως η αλλαγή της μελωδίας.

Πόσα τραγούδια έχει ο κύλινδρος;

Εννέα. Έχει σημασία το πώς καρφώνονται τα καρφάκια. Ψιλά καρφιά, χοντρά καρφιά... διαφέρουν.

Κέρδισες λεφτά απ' αυτή τη δουλειά;

Δόξα το Θεό, ζούσαμε. Κερδίσαμε κιόλας.

Γνώρισες κανένα Ρωμιό μουσικό απ' τους παλιούς;

Τον Γιώργο Μπατζανό... στην Πρίγκηπο, παίξαμε μαζί. Ήταν κι ο Ανδρέας στα Ταταύλα, έπαιζε αρμόνικα...

(Του βάζουμε για πολλοστή φορά να ακούσει την ηχογράφηση της λατέρνας)

Πώς τ' ακούς; Μήπως παίζεις εσύ;

Μπορεί... δεν θυμάμαι. Παίξαμε σε πολλά μέρη. Ωραία ακούεται... πρέπει να είναι κύλινδρος Τουρκόνι.

Πώς περνούν οι μέρες στο γηροκομείο;

Αν δεν κινείσαι, πεθαίνεις εύκολα. Σηκώνομαι το πρωί, κάνω το κρεβάτι μου... κατεβαίνω κάτω. Βαραίνανε τα πόδια μου, πια δεν με σηκώνουν... κάποτε πηγαίνω στ' Αρναούτκιοϊ. Έχω μια ανιψιά εκεί πέρα...

Ευχαριστούμε Μπάρμπα Νίκο...
spiroslyra Creative Commons License 2007.01.05 0 0 32
Ταταύλα
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Jump to: navigation, search

Τα Ταταύλα είναι συνοικία της Κωνσταντινούπολης και βρίσκεται ΒΔ. του Πέραν κατοικούμενη μέχρι το 1922 αποκλειστικά από Έλληνες.

Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος θεωρεί πως το όνομα αυτό οφείλεται από τους "σταύλους" των Γενουατών της περιοχής του Γαλατά. Τα Ταταύλα συνοικίσθηκαν επί Σουλτάνου Σουλεϊμάν Α' (1520-1566) από τους αιχμαλώτους και εργάτες του πλησίον ναυστάθμου Κασίμ-Πασά, που κατάγονταν από την Κρήτη, Μάνη, Κυκλάδες και Επτάνησα.

Ο πληθυσμός των Ταταύλων που εν τω μεταξύ μετά τη μεγάλη πυρκαϊά (εμπρησμό των Τούρκων) του 1928 μετονομάσθηκε σε Κουρτουλούς (= Απολύτρωση), το 1950 είχε περιορισθεί στις 7.000 μόνο. Παρά ταύτα η εν λόγω κοινότητα διατηρεί μέχρι σήμερα τρεις ναούς: του Αγίου Αθανασίου, του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Ελευθερίου. Στην ίδια περιοχή υπήρχε εξατάξια μικτή αστική σχολή με 400 μαθητές και Φιλόπτωχος αδελφότητα που παρείχε καθημερινά συσίτια καθώς και αθλητικό σύλλογο.
spiroslyra Creative Commons License 2007.01.05 0 0 31
Του Αγίου Ελευθερίου στα Ταταύλα

www.megarevma.net/Nea_Polis.htm
spiroslyra Creative Commons License 2007.01.05 0 0 30
Ταταύλα και Νιοχώρι αυτά τα τέσσερα χωρά στολισουνε την Πόλη.

Ha kedveled azért, ha nem azért nyomj egy lájkot a Fórumért!